- θιασωτικος
- θιᾶσωτικός3принадлежащий тиасотам (религиозному обществу)
(τέμενος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέμενος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θιασωτικός — θιασωτικός, ή, όν (Α) [θιασώτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε θιασώτη … Dictionary of Greek
θιασωτικά — θιασωτικός belonging to a neut nom/voc/acc pl θιασωτικά̱ , θιασωτικός belonging to a fem nom/voc/acc dual θιασωτικά̱ , θιασωτικός belonging to a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)